Αυτό προειδοποιεί μία νέα διεθνής επιστημονική έρευνα, που μελέτησε τις επιπτώσεις του λαγόψαρου σε πάνω από 1.000 χιλιόμετρα ακτογραμμής στην Ελλάδα και στην Τουρκία.
Οι ερευνητές, μεταξύ των οποίων έλληνες και τούρκοι επιστήμονες, με επικεφαλής την δρα Ανδριάνα Βέργες του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας της Αυστραλίας και τη δρα Φιόνα Τομάς του Μεσογειακού Ινστιτούτου Προωθημένων Μελετών της Ισπανίας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό οικολογίας “Journal of Ecology”, μελέτησαν την επίδραση δύο ειδών λαγόψαρου που έχουν κυριαρχήσει στα νερά του Αιγαίου, στα οποία διείσδυσαν μέσω της διώρυγας του Σουέζ.
Συγκεκριμένα, η υποθαλάσσια βιντεοσκόπηση που έκαναν οι επιστήμονες, αποκάλυψε την αιτία του προβλήματος. Αν και τα λαγόψαρα δεν τρώνε περισσότερες άλγες συνολικά από ό,τι τα ντόπια μεσογειακά ψάρια, όμως καταναλώνουν τόσο τα «ενήλικα» φύκη, όσο και τα πολύ νεαρά, εμποδίζοντας έτσι την «αναδάσωση» του βυθού. Αντίθετα, τα αυτόχθονα θαλάσσια είδη τρώνε μόνο τα ώριμα φύκη που έχουν πια μεγαλώσει. Καθώς τα δύο είδη των λαγόψαρων – εισβολέων τρώνε φύκη χωρίς διάκριση, απογυμνώνουν με γοργό ρυθμό μεγάλες περιοχές του βυθού από τη χλωρίδα του και, κατ’ επέκταση, από την πανίδα του, καθώς πολλοί άλλοι θαλάσσιοι οργανισμοί δεν μπορούν πλέον να βρουν τροφή και “στέγη”.
Τα δύο είδη λαγόψαρου για πρώτη φορά θεάθηκαν στην ανατολική Μεσόγειο το 1927 και το 1956 αντίστοιχα. Έκτοτε, όμως, οι εμφανίσεις τους έχουν γίνει πολύ πιο συχνές, γινόμενα αντιληπτά έως τις δαλματικές ακτές της Κροατίας και στη θάλασσα της νότιας Γαλλίας.
Από ελληνικής πλευράς, στην έρευνα συμμετείχαν οι Παναγιώτης Δενδρινός και Αλέξανδρος Καραμανλίδης από την ελληνική μη κυβερνητική, περιβαλλοντική οργάνωση MOm/Εταιρεία για τη Μελέτη και Προστασία της Μεσογειακής Φώκιας.