«Invisible» στην Αγία Παρασκευή!

0

Η ταινία «Invisible» (Αόρατος) του Δημήτρη Αθανίτη, θα προβληθεί την Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017 στις 8μμ, στο Πέτρινο κτήριο του Πολιτιστικού Πάρκου «Στ.Κώτσης», με τον σκηνοθέτη να δίνει το παρόν στην προβολή και να συνομιλεί με το κοινό.


Με αφορμή αυτήν τη προβολή, ο κ. Αθανίτης παραχώρησε συνέντευξη στον «Σχολιαστή» και στον Χρήστο Μπαλωτή και δήλωσε τα εξής:
« Σ» Είναι η πρώτη φορά που μια κινηματογραφική λέσχη ενός Δήμου φιλοξενεί το έργο σας και το προβάλει ;
«Η ταινία κάνει ένα τεράστιο ταξίδι που έχει ξεκινήσει εδώ κι ένα χρόνο περίπου, αφενός σε όλο τον κόσμο, σε πάνω από 10 φεστιβάλ από Σαγκάη και Μελβούρνη μέχρι Σαν Φραντσίσκο και Λος Αντζελες , αφετέρου κάνει κι ένα πολύ μεγάλο ταξίδι μέσα στην Ελλάδα , οπότε θα έλεγα ότι παρότι έχει ξαναγίνει παρόμοια προβολή δεν παύει να έχει την ιδιαίτερη σημασία του.»
« Σ» Ο «Αόρατος περιγράφει μια κατάσταση ή είναι μια ταινία μυθοπλασίας;
«Σίγουρα είναι μυθοπλασία. Δεν είναι σε καμία περίπτωση μια ταινία ρεπορτάζ ή ντοκιμαντέρ, αλλά αυτό που περιγράφεται είναι και η ουσία της, γιατί είναι κάτι που συμβαίνει δίπλα μας και αγγίζει πάρα πολύ κόσμο.Σε τελική ανάλυση το να χάνει κάποιος την δουλειά του είναι κάτι που αφορά όλους μας πιστεύω. Εκεί νομίζω βρίσκεται και το γεγονός ότι η ταινία έχει μια εντυπωσιακή απήχηση.»
« Σ» Θεωρείτε ότι θα είχε γυριστεί έτσι η ταινία και με το τέλος που της έχετε δώσει, αν δεν ήταν η Ελλάδα σε κρίση; Δηλαδή πριν το 2010 θα μπορούσε να έχει γυριστεί;
«Θα μπορούσε σαφώς να έχει γυριστεί, πιθανόν να μην ένοιωθε ο θεατής την ίδια αμεσότητα αλλά για να πάω ένα βήμα παραπέρα σε αυτό που έλεγα υπάρχει ακόμα κάτι πιο γενικό που θίγει η ταινία.
Είναι ένας παραλογισμός, όταν έχεις μια συγκεκριμένη θέση μέσα στην κοινωνία για την οποία συχνά δεν έχεις αποφασίσει ή δεν έχεις ερωτηθεί, ή έχεις ελάχιστες δυνατότητες να την αλλάξεις, απλά κάπου την έχεις αποδεχτεί μέσα στον χρόνο – κάτι στο οποίο διαδραματίζει και η παιδεία ένα ρόλο.
Και ξαφνικά σου τραβάνε το χαλί και βρίσκεσαι στο απόλυτο κενό, ιδίως όταν είσαι κάπου χαμηλά στην κοινωνική ή ταξική πυραμίδα. Και για να δώσω μια ακόμα απάντηση σε αυτή την ερώτηση, να πω ότι εκτός Ελλάδας που η ταινία κάνει μια πολύ μεγάλη καριέρα, έχει 10 βραβεία που βασικά είναι σε διεθνή φεστιβάλ. Είναι ενήμεροι βέβαια του τι συμβαίνει στην Ελλάδα, τους αφορά σε ένα βαθμό, αλλά δεν μπορεί να τους αγγίξει σε καμία περίπτωση απλά το θέμα και φυσικά ούτε η παρουσία του πρωταγωνιστή που εδώ σημαίνει κάτι αλλά εκεί δε σημαίνει απολύτως τίποτα. Αυτό που τους αγγίζει είναι το κινηματογραφικό ταξίδι που προτείνει η ταινία.»
« Σ» Δηλαδή;
«Δηλαδή σινεμά. Γιατί πέρα από το θέμα, νομίζω ότι η μεγάλη δύναμη της ταινίας είναι κάτι που όλο και πιο σπάνια βλέπουμε δηλαδή: «Το σινεμά».
Ο θεατής, ο ξένος θεατής που δεν θα έχει τις άμεσες αναφορές βλέποντας αυτά τα πρόσωπα, όμως μπαίνει σε ένα κόσμο, νοιώθει συναισθήματα, ταξιδεύει με την ταινία. Αυτό εννοώ».
« Σ» Μπορούν να ταυτιστούν σε παγκόσμιο επίπεδο οι θεατές με το θέμα της απόδοσης δικαιοσύνης;
«Νομίζω ναι. Παραδείγματος χάρη, επειδή ήταν ενδιαφέρουσα η ερώτηση πως θα ήταν η ταινία αν είχε γυριστεί πριν το 2010, νομίζω ότι αυτή την ταινία θα μπορούσα να την είχα γυρίσει στη Νέα Υόρκη σήμερα ή και πριν από 20 χρόνια σ ένα περιβάλλον στελεχών, σ ένα περιβάλλον πιθανόν χρηματιστηριακό, μ έναν τύπο που ξαφνικά χάνει τη θέση του και τη δουλειά του».
« Σ» Για την Ελλάδα θα ήταν ξένο πριν το 2010;
«Θα ήταν πιστεύω λιγότερο ουσιαστικό σε σχέση με τον χώρο που έχω επιλέξει τώρα, που είναι ένας χώρος παραγωγής (Ασπρόπυργος) και που νομίζω ότι είναι ένας χώρος πιο κοντά στην ελληνική πραγματικότητα. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια ταινία που εγώ θα γύριζα στη Νέα Υόρκη , ειδικά στη Νέα Υόρκη και όχι στην Ατλάντα ή στο Λος Αντζελες με ένα τέτοιο ήρωα».
« Σ» Θεωρείτε ότι δίνετε μια λύση του προβλήματος της απώλειας της δουλειάς ή το σενάριο οδηγεί ουσιαστικά στην αυτοκτονία και σ ένα πιο μελοδραματικό ύφος;
«Όχι λύση δεν υπάρχει περίπτωση να δώσει η ταινία. Όμως νομίζω ότι η ταινία σίγουρα είναι σκληρή, δεν χαϊδεύει τον θεατή σε καμία περίπτωση. Πιστεύω όμως ότι είναι αισιόδοξη από την πλευρά ότι παρουσιάζει ένα πρόσωπο που αντιδρά. Δεν προτείνεται η αντίδραση του σαν μανιφέστο, ότι αυτός είναι ο δρόμος αλλά η στάση του, το γεγονός δηλαδή, ότι αντιδρά σε αυτό που του συμβαίνει και αντιδρά με μια αξιοπρέπεια και με μια προσωπική ηθική».
« Σ» Δίνετε ένα μήνυμα, έστω και σε επίπεδο ταξικής διαφοροποίησης, στα στρώματα της κοινωνίας ;
«Νομίζω ότι το μήνυμα είναι αυτό που είπα πριν και το πιστεύω. Της αντίδρασης.
Όχι στην παθητικότητα, ναι στην αντίδραση. Εδώ παρακολουθούμε ένα πρόσωπο που είναι πολύ χαμηλά και το οποίο αντιδρά με ένα τρόπο τελείως ενστικτώδη και πιθανόν αυτοκτονικό με την έννοια ότι πάει ν αντιμετωπίσει δυνάμεις που είναι πολύ μεγάλες και από χέρι χαμένος».
« Σ» Παρόλο δηλαδή που είναι αόρατο προσπαθεί να γίνει ορατό;
«Ακριβώς, και χαίρομαι για την παρατήρηση που κάνετε, γιατί εκεί ακριβώς αναφέρεται ο τίτλος της ταινίας, αναφέρεται και στον γιο του, που παράλληλα βλέπουμε και την ιστορία του μικρού παιδιού που κατά κάποιο τρόπο κι αυτό είναι «αόρατο» και προσπαθεί να βρει τη θέση του μέσα στον κόσμο των μεγάλων και ταυτόχρονα ο τίτλος αναφέρεται και σ έναν ευρύτερο κόσμο. Αυτόν τον κόσμο που είναι δίπλα μας, που είναι π.χ. στον Ασπρόπυργο, που είναι ένας κόσμος παραγωγής κι όχι ένας κόσμος περιφερειακός. Κι όμως ουσιαστικά ενώ είναι δίπλα στη μητρόπολη, δίπλα στην Αθήνα ουσιαστικά είναι «αόρατος». Κι ένας λόγος που έχω βάλει τον αγγλικό τίτλο κι όχι ελληνικό είναι γιατί δεν ήθελα να υπάρχει άρθρο για να δώσω μια γενικότερη έννοια του «αόρατου» και σαν μια κατάσταση κοινωνική».
« Σ» Το θέμα του «αοράτου» που τίθεται,υπάρχει και μέσα στον αστικό ιστό του κέντρου της Αθήνας;
«Βέβαια. Ειδικά μέσα στο κέντρο της Αθήνας υπάρχουν χώροι ολόκληροι που πιθανόν κόσμος που μένει σε κάποια προάστια να μην έχει αντιληφθεί πως ακριβώς έχουν διαμορφωθεί».
« Σ» Αυτό λέτε να συμβαίνει και στην επαρχία ;
«Βέβαια. Αλλά δεν είναι τυχαίο πως διάλεξα έναν χώρο δίπλα στην Αθήνα διότι νομίζω πως συμπυκνώνει τις αντιφάσεις που ζούμε, τις αντιφάσεις μιας κοινωνίας με πάρα πολύ έντονο τρόπο. Πολύ πιο έντονο από μια επαρχιακή πόλη».
«Σ» Οι σημερινές παραγωγές του ελληνικού κινηματογράφου εκπέμπουν/παράγουν «πολιτισμό»; Και αν ναι, σε τι βαθμό.
«Φοβάμαι ότι υπάρχει συχνά μια κατάσταση επικοινωνιακού πυροτεχνήματος γύρω από πολλές ελληνικές ταινίες. Θα έλεγα ότι παρόλο που υποτίθεται πως έχει ξεπεραστεί ένας παλιότερος «αυτισμός», υπάρχει μια περίεργη αίσθηση που ουσιαστικά νομίζω ότι κατά κάποιο τρόπο προσπερνάει αυτό που συμβαίνει δίπλα μας και κινείται σε πιθανόν πιο προσωπικά εκ πρώτης πεδία. Από την άλλη νομίζω ότι ένα μέρος του ελληνικού σινεμά σήμερα είναι και θεματολογικά και σαν αντίληψη σε πολύ πίσω εποχές».
« Σ» Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
«Έχω πάρα πολλά σχέδια αλλά δεν είναι κάτι ανακοινώσιμο αυτή τη στιγμή. Η αλήθεια είναι ότι έχω πάρα πολλά πράγματα. Η ταινία αυτή τώρα με έχει κρατήσει πολύ περισσότερο από όσο φανταζόμουν γιατί έχει μια δυναμική η οποία συνεχίζεται. Προβάλλεται στους κινηματογράφους της Αθήνας εδώ και 12 εβδομάδες και υπάρχει ένα συνεχές ενδιαφέρον από λέσχες, δήμους και πόλεις σε όλη την Ελλάδα. Έχω την αίσθηση ότι θα παίξει μέχρι και όλο το καλοκαίρι. Κι έτσι ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητας μου είναι γύρω από αυτό διότι μ ενδιαφέρει να παρουσιάζω την ταινία προσωπικά, είναι μια άλλη σχέση. Μ’ ενδιαφέρει ν ακούσω τις αντιδράσεις , τις γνώμες, τις παρατηρήσεις».
« Σ» Από αυτές τις αντιδράσεις τι μηνύματα έχετε λάβει;
«Σε γενικές γραμμές υπάρχει μια πολύ θετική αίσθηση. Είναι ενδεικτικό ότι το 70% – 80% πολλές φορές και όλος ο κόσμος που είναι σε μια προβολή μένει μετά για μια συζήτηση, κάτι που δεν είναι καθόλου συνηθισμένο. Κι εκεί βλέπεις ότι η ταινία συγκινεί, ταυτόχρονα όμως βάζει και σε διαδικασίες να σκεφτείς πράγματα. Επίσης η ταινία έχει μια πολυπλοκότητα που εκ πρώτης δεν φαίνεται. Φαίνεται ότι είναι αρκετά γραμμική και με μια ευθύτητα πάει στο στόχο της. Παρ’ όλα αυτά έχει πολλά πράγματα που συμβαίνουν ταυτόχρονα, όπως παραδείγματος χάρη δίπλα στην ιστορία του ήρωα υπάρχει η ιστορία του μικρού. Υπάρχουν ταυτόχρονα και πολλές άλλες μικρές ιστορίες που συμβαίνουν. Βέβαια το εισπράττει ο θεατής αυτό ασυνείδητα, δεν μπορεί να το καταλάβει λογικά και αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα που προκύπτει στις συζητήσεις μετά, αλλά είναι και εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι ακούει κανείς συχνά παρατηρήσεις που δείχνουν «ματιά» πάνω στην ταινία από γωνίες που πιθανά δεν έχεις φανταστεί».
« Σ» Αν υπάρχει κάποιο πρότυπο για σας, αυτός ο άνθρωπος ποιος είναι; Ή ποια τέχνη, ποιο ρεύμα;
«Σίγουρα έχω περάσει από μια σινεφίλ περίοδο η οποία είναι πολύ παλιά καθώς οι αγαπημένοι μου σκηνοθέτες τότε ήταν ο Μπουνιουέλ και ο Χίτσκοκ κι ένας άγγλος ο Φίσερ που έκανε ταινίες του φανταστικού. Τώρα πια βέβαια είμαι πολύ μακριά από όλα αυτά. Αυτό που μπορώ να πω σαν κίνητρα, είναι ότι μ’ ενδιαφέρει τόσο η πραγματικότητα, ταυτόχρονα όμως μ ενδιαφέρει και το φανταστικό. Το σινεμά νομίζω είναι αυτός ο καταπληκτικός συγκερασμός της πραγματικότητας με τη φαντασία με το ταξίδι, ακόμη και σε μια ταινία όπως αυτή που μοιάζει τελείως ρεαλιστική είναι πάρα πολύ έντονη η παρουσία του φανταστικού».

Η ταινία έχει αποσπάσει το Μεγάλο Βραβείο στη Figuera Film Art, τα βραβεία σε μεγάλες κατηγορίες στο Φεστιβάλ London Greek Film Festival και στο διεθνές φεστιβάλ Bridges IFF στο Ναύπλιο. 2ο βραβείο καλύτερης ταινίας και βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου για τον Γιάννη Στάνκογλου στο Φεστιβάλ Φλωρεντίας Montelupo Fiorentino MIIFF ενώ έχει διακριθεί με έξι υποψηφιότητες για τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

*Ευχαριστούμε την πρόεδρο της κινηματογραφικής λέσχης Αγίας Παρασκευής Μιρέλλα Λεγάκη για την βοήθεια της να επικοινωνήσουμε και να μιλήσουμε με τον σκηνοθέτη Δημήτρη Αθανίτη.