Εκλογές χωρίς επιλογές.

0
vasiliadis

Το ΠΑΣΟΚ από την πλευρά του, επί της ουσίας δεν υπάρχει πλέον. Καταστράφηκε και διαλύθηκε, φθαρμένο και αλλοτριωμένο από την αλαζονεία και τη διαφθορά της εξουσίας, με βαρύτατη ευθύνη των επί δεκαετίες κυβερνώντων ηγετικών στελεχών του, τα οποία όχι μόνο ξέχασαν ποιοι ήταν και από που ξεκίνησαν, αλλά φρόντισαν να διαλύσουν τον χώρο ο οποίος τους ανέδειξε και να τον καταστήσουν ένα κενό πολιτικά κέλυφος που ουδεμία σχέση έχει με οτιδήποτε σοσιαλιστικό ή έστω κεντροαριστερό. Αποτελεί σήμερα μόνο ένα όχημα, έναν τίτλο χωρίς περιεχόμενο, για να καρπώνονται κάποιοι κυβερνητικά πόστα συνεργαζόμενοι με τη ΝΔ ή με όποιον άλλον, λίγες εναπομείνασες βουλευτικές έδρες, ορισμένες καλοπληρωμένες θέσεις συμβούλων σε υπουργεία και γενικότερα διάφορες ανάλογου τύπου τοποθετήσεις που μπορούν ακόμα να προκύψουν. Βέβαια, υπάρχει κόσμος που το υποστηρίζει για συναισθηματικούς λόγους, αρνούμενος να αποδεχτεί την κατάντια του και ελπίζοντας προφανώς μια αναγέννησή του, για την οποία όμως το ίδιο δεν δείχνει απολύτως κανένα σημάδι.
Το κόμμα Παπανδρέου, στο ίδιο πλαίσιο, είναι ένα εντελώς προσωποπαγές σχήμα, μια προσπάθεια για να βολευτούν και να «διασωθούν» πρόσκαιρα οι διάφοροι παρατρεχάμενοι και αυλικοί του ίδιου του Παπανδρέου, από τους οποίους αυτοί που διετέλεσαν σε θέσεις ευθύνης συνέβαλαν καθοριστικά στην είσοδο της χώρας στα μνημόνια με τον τρόπο και τους όρους που έγινε, και φυσικά στη διάλυση του ΠΑΣΟΚ. Πέραν αυτών, εδώ δίνουν την υποστήριξή τους άνθρωποι που εύλογα δεν εκφράζονται πλέον από το ΠΑΣΟΚ, είναι δεμένοι με ένα ιστορικό όνομα και πιστεύουν όντως ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο θα μπορούσε να φέρει κάτι διαφορετικό, δεδομένων κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς του. Βεβαίως, έχει ήδη αποτύχει σε έναν τέτοιο ρόλο με πολλούς τρόπους, αν και βρέθηκε να έχει όλες τις προϋποθέσεις.
Το ΚΚΕ παραμένει σταθερό στην περιχαράκωσή του και στον αναλλοίωτο συντηρισμό του, η ΔΗΜΑΡ ουδέποτε είχε κάτι διαφορετικό να προσφέρει ως αυτόνομος χώρος και αναμενόμενα χάθηκε στη σύγχυση και τις αντιφάσεις για τον ρόλο και την ταυτότητά της, ενώ οι Ανεξάρτητοι Έλληνες αποτελούν ένα γραφικό παρακλάδι της ΝΔ που εξώκειλε για λίγο εκτός γραμμής και αναδείχτηκε ελέω μνημονίων, χωρίς συνοχή και δυνατότητες σοβαρής προσφοράς. Η Χρυσή Αυγή είναι ένα ακροδεξιό, φασιστικό και βαθιά θρασύδειλο μόρφωμα, που μπορεί να υπάρχει μόνο σε ένα περιβάλλον βαθιάς κρίσης και λόγω της απόλυτης παρακμής του πολιτικού και κομματικού μας συστήματος, και το οποίο ως επιλογή δεν συνιστά ούτε διαμαρτυρία ούτε αντίδραση, αλλά μόνο άφρονη στήριξη της οπισθοδρόμησης και μεγέθυνση της παρακμής. Το ΠΟΤΑΜΙ είναι ένα προσωποπαγές και άρα ανούσιο πολιτικά εγχείρημα, το οποίο προφανώς εντάσσεται μια προσπάθεια μιντιακών παραγόντων να έχουν μια μικρή κοινοβουλευτική ομάδα απολύτως ελεγχόμενη που να μπορέσει να παίξει κάποιο ρόλο προσωρινά στις εξελίξεις.
Τα υπόλοιπα μικρά κόμματα βρίσκονται τόσο σε μια κατάσταση πολιτικής ανεπάρκειας, όσο και σε έναν πολιτικό απομονωτισμό, εν ονόματι της απόλυτης αλήθειας και του δικαίου που δήθεν μόνο αυτά κατέχουν, και ως εκ τούτου αδυνατούν να επικοινωνήσουν προς τα έξω οποιοδήποτε γόνιμο πολιτικά μήνυμα, αποτελώντας χώρο έκφρασης κάποιων μικρών παρεών, συχνά χωρίς συνοχή παρά το μικρό μέγεθός τους.
Τέλος ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος διεκδικεί με τις περισσότερες πιθανότητες την εξουσία, δικαιούται και το μεγαλύτερο μερίδιο αναφοράς. Και πάλι δυστυχώς, ο ΣΥΡΙΖΑ μόνο Συνασπισμός και μόνο Ριζοσπαστικός δεν φαίνεται να είναι. Διεκδικεί την εξουσία έχοντας μεγαλώσει συγκυριακά, αποκλειστικά και μόνο χάρη στη διάλυση του ΠΑΣΟΚ και επειδή το τελευταίο συνδέθηκε στη συνείδηση του κόσμου με την έλευση της κρίσης και των μνημονίων. Ο ΣΥΡΙΖΑ καλύπτει, επίσης συγκυριακά και προσωρινά, έναν χώρο στον οποίο δεν ανήκει και που στην πραγματικότητα δεν εκφράζει ούτε θέλει να εκφράσει. Όσο και να θέλει κανείς να εναποθέσει τις ελπίδες του σε ένα «νέο» πρόσωπο όπως ο Τσίπρας, δεν μπορεί να παραβλέψει ότι δεν φαίνεται να υπάρχει πραγματικά τίποτα το νέο, το συλλογικό και το ριζοσπαστικό εκεί.
Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα νέο κόμμα. Είναι ο Συνασπισμός, ένα κόμμα που υπάρχει εδώ και δεκαετίες, με γνωστή προέλευση, ιστορία και διαδρομή. Δεύτερον, τα ηγετικά στελέχη και ο κομματικός μηχανισμός του εμφανίζουν ένα συνονθύλευμα αντιφατικών, αντικροούμενων, χωρίς συνοχή και ειρμό θέσεων και απόψεων, μια ακάσχετη παραχολογία, μια ανέξοδη επένδυση στα δεινά της κρίσης και μια έλλειψη σοβαρού σχεδίου που να συνάδει με την κρισιμότητα της κατάστασης της χώρας, αλλά και, το χειρότερο, μια απίστευτα αλαζονική και κακεντρεχή στάση, νοοτροπία και συμπεριφορά. Πέραν του ότι διεκδικούν το δικαίωμα και την αρμοδιότητα (!) να λειτουργήσουν ως εισαγγελείς ποινικής διώξεως των πολιτικών τους αντιπάλων (αν ανοίξει αυτός ο λάκκος γρήγορα βέβαια διώκτες και διωκόμενοι θα πέσουν όλοι μαζί μέσα), εμφανίζουν, δυστυχώς, όλα τα αρνητικά και παρακμιακά στοιχεία του χείριστου ΠΑΣΟΚ της τελευταίας περιόδου πριν την κατάρρευσή του, και μάλιστα χωρίς να έχουν ασκήσει ούτε μία ημέρα κυβερνητική εξουσία. Αυτού του είδους η στάση και νοοτροπία, αποκαλύπτει την κύρια επιδίωξη: να γίνουμε «χαλίφης στη θέση του χαλίφη», να κάνουμε εμείς το κουμάντο κατατροπώνοντας τους «άλλους»-πράγμα τόσο επικίνδυνο και άχρηστο για τη χώρα αυτή τη στιγμή. Με αυτή τη λογική, όποιος δεν είναι φανατικά μαζί μας, υποταγμένος πλήρως στην όποια (έστω και αδιευκρίνιστη) γραμμή μας, είναι εναντίον μας, και στο πλαίσιο αυτό δεν διστάζουν να φτιάξουν ακόμα και κώδικα δεοντολογίας βουλευτών, εκφράζοντας σαφώς τη βαθιά αντιδημοκρατική αντίληψη ότι οι βουλευτές θα πρέπει να είναι πειθήνια κομματικά όργανα και τίποτα περισσότερο. Αυτά μέχρι τώρα ως προς τη «νέα», «δημοκρατική» λογική του ΣΥΡΙΖΑ.
Τρίτον, το ριζοσπαστικό στοιχείο ακόμα αναζητείται. Η κομματική δομή και λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ίδια και απαράλλαχτη με την απαρχαιωμένη δομή και λειτουργία των «παλιών» κομμάτων που επιδιώκει να αντικαταστήσει. Καθόλου ανοιχτή, καθόλου μαζική και φυσικά καθόλου αμεσοδημοκρατική. Στελέχη και παράγοντες σε κλειστά γραφεία συναλλάσονται, ανταλλάσουν, κανονίζουν, δίνουν εντολές και μοιράζουν θέσεις. Αυτό το μοντέλο και αυτή η λογική που κατάντησε τα υπάρχοντα κόμματα βαρίδι για την πραγματική δημοκρατία, ζει, βασιλεύει, εξαπλώνεται και κυριαρχεί απόλυτα και στον ΣΥΡΙΖΑ. Η μόνη επίκληση στον λαό και τη δημοκρατική του εξουσία να αποφασίζει για όλα όσα τον αφορούν, και ειδικά μάλιστα σε μια εποχή που η τεχνολογία επιτρέπει τη διαρκή λαϊκή συμμετοχή τόσο στη νομοθετική λειτουργία όσο και σε κάθε σημαντική επιλογή για τη χώρα, γίνεται μόνο με περιστασιακές αναφορές σε κάποια (αμφίβολα) δημοψηφίσματα, και μόνο για οριακές περιπτώσεις όπου θα χρειαζόταν μια κυβέρνηση ένα άλλοθι για να γλιτώσει από τη δύσκολη θέση.
Ο Τσίπρας, εφόσον κερδίσει τις εκλογές, θα αναγκαστεί γρήγορα να υπαναχωρήσει από τα λεγόμενά του και να συμβιβαστεί με τους ξένους εταίρους και δανειστές. Παράλληλα, θα έχει να διαχειριστεί έναν κομματικό μηχανισμό-τροχοπέδη με διαλυτικές τάσεις, καθώς και τις δυσκολίες και τους συμβιβασμούς μιας πιθανής κυβέρνησης συνεργασίας. Το να πετύχει σε όλα αυτά να προσφέρει κάτι διαφορετικό, κάτι που προϋποθέτει πέρα από ικανότητες και μια σειρά ευνοϊκών συγκυριών, θα ήταν ευκταίο. Η λογική και τα μέχρι τώρα δεδομένα δείχνουν ότι πολύ δύσκολα θα τα καταφέρει, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που υπόσχεται. Συνολικά, ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται ως ένας ακόμα επίδοξος απλός διαχειριστής καταστάσεων και εξουσίας. Αυτή η διαχειριστική, και καθόλου ριζοσπαστική, κατεύθυνση, έχει μέχρι σήμερα αποδειχτεί ότι οδηγεί σε ακόμα περισσότερα και μεγαλύτερα αδιέξοδα, παρά στην επίλυση και υπέρβαση των σημαντικών προβλημάτων της χώρας.
Σ’αυτές τις εκλογές λοιπόν, δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε η επιλογή του «μη χείρον βέλτιστον» που ίσως υπήρχε σε προηγούμενες αναμετρήσεις. Το καθένα από τα κόμματα που διεκδικούν την ψήφο του ελληνικού λαού, είναι, με τον δικό του τρόπο και δεδομένης της κρισιμότατης κατάστασης, χείριστο. Υπό αυτήν την έννοια, η χρήσιμη ψήφος σε αυτές τις εκλογές θα ήταν εκείνη που δεν θα έδινε σε κανένα από τα γνωστά κόμματα-συστατικά ενός απολύτως παρηκμασμένου πολιτικού συστήματος, τη δυνατότητα να νιώσει δικαιωμένο για τις επιλογές, τη λειτουργία και την πρακτική του. Χρήσιμη ψήφος θα ήταν εκείνη που θα ανάγκαζε εμφατικά περισσότερα κόμματα να συνεργαστούν για να σχηματίσουν κυβέρνηση, προκειμένου να υπάρξει η πιθανότητα να αλληλοκαλύψουν με τη συνεργασία τις τρομακτικές ανεπάρκειες του καθενός ξεχωριστά.
Παρά την έλλειψη ουσιαστικών επιλογών, αυτές οι εκλογές έχουν ένα πολύ θετικό στοιχείο: μπορούν να αποτελέσουν ένα καίριο βήμα συνειδητοποίησης για την ανάγκη δημιουργίας ενός εντελώς νέου χώρου, που θα έχει ως πρόταγμα την πραγματική και γνήσια δημοκρατία, δηλαδή τη λήψη των αποφάσεων και την άσκηση της εξουσίας αμεσοδημοκρατικά, με τους αντιπροσώπους να είναι όντως αντιπρόσωποι και μόνο, και τα όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας να είναι εντολοδόχοι της λαϊκής βούλησης και μόνο. Δεν μπορεί οι πολίτες να είναι ικανοί να φορολογούνται διαδικτυακά, αλλά να μην μπορούν να ψηφίζουν άμεσα για τους νόμους που διαμορφώνουν τη ζωή τους, σε ένα πλαίσιο με λίγα, απλά και όντως χρήσιμα νομοθετήματα. Φυσικά, δεν είναι τυχαίο ότι κανείς από τους διεκδικητές βουλευτικών εδρών δεν μιλάει για κάτι τέτοιο, αφού αυτό θα σήμαινε όντως το τέλος της πολιτικής ολιγαρχίας. Με μια τέτοια κατεύθυνση όμως, σε ένα νέο πολιτειακό πλαίσιο, οι επιλογές του λαού θα είναι πράγματι στη σφαίρα επιρροής του, θα είναι όντως δικές του και η εξουσία, όπως διακηρύττει το Σύνταγμα, θα πηγάζει από αυτόν. Έτσι, η Ελλάδα και οι προοδευτικές της δυνάμεις θα έχουν τη δυνατότητα να είναι στην πρωτοπορία, να βγουν από το τέλμα και να φέρουν την τόσο απαραίτητη πραγματική αλλαγή.

Ηλίας Βασιλειάδης
Δικηγόρος

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

Απάντηση