Δήμος Σκουλάκης: «Ο Επαναστάτης… ο Πολιτικός… ο Ζωγράφος…ο Άνθρωπος».

0
apeviose-o-zografos-dimos-skoulakis-th

Ο Δήμος Σκουλάκης ήταν για μένα ένας αγαπητός φίλος, ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους με τους οποίους κατάφερα να έχω μια τόσο ζεστή, ουσιαστική , ανθρώπινη σχέση και επικοινωνία, παρά το γεγονός ότι ο χαρακτήρας μου, επέτρεπε μόνο στο «τυχαίο»  να κανονίζει τις συναντήσεις μου  μαζί του, οι περισσότερες από τις οποίες έγιναν στην οδό Αγ. Ιωάννου, διαρκούσαν πολύ χωρίς να το καταλαβαίνουμε και τελείωναν πάντα με την υπόσχεση από πλευράς μου, ότι θα τον επισκεπτόμουν στο εργαστήρι που είχε στο σπίτι που ζούσε με την αγαπημένη του σύντροφο, εξαίρετη συνάδελφο και σπάνιας ποιότητος άνθρωπο Αθηνά Ραπίτου.

Ο Δήμος Σκουλάκης ήταν πολυσύνθετη  προσωπικότητα και για το λόγο αυτό, επέλεξα ν΄ αφήσω τον ίδιο να μιλήσει γιαC77C58AC7BAB1591D55C41B43F3107DD τον εαυτό του, χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από δύο συνεντεύξεις που είχε δώσει στο περιοδικό«SOUL Magazine» και στον κοινό μας φίλο και διακεκριμένο δημοσιογράφο Γιώργο Δουατζή, που δημοσιεύτηκε στο  ένθετο περιοδικό της «Κυριακάτικης Καθημερινής» στις 3.9.2006 με τον τίτλο «Δήμος Σκουλάκης: πορεία προς την αυτοπεποίθηση».
«Όταν ανακοίνωσα στον πατέρα μου την πρόθεση μου να πάω στην Σχολή Καλών Τεχνών και να γίνω ζωγράφος, ξεκινά την αφήγηση του ο Δήμος Σκουλάκης, εκείνος μου είπε: «Δηλαδή θα γίνεις ομοφυλόφιλος», επηρεασμένος από τον Τσαρούχη τον οποίο γνώριζε. Του είπα: Μα ο Παπαλουκάς δεν ήταν ομοφυλόφιλος. Και μου απαντά, «ναι αλλά θα πεινάσεις, σαν κι αυτόν. Ξέχασέ το, θα δώσεις στη Σχολή Ευελπίδων». Ενοχλήθηκε τόσο, που άρχισε να σπάει τα τελάρα που είχα στο δωμάτιο μου, να πετάει τα χρώματα στο πάτωμα, να τα πατάει.
Κοίταγα τα πατημένα σωληνάρια. Σαν πτώματα ήτανε. Με πιάσανε τα κλάματα. Σκεφτόμουν έντονα την αυτοκτονία. Έλεγα πως αν δεν γίνω ζωγράφος, δεν είχε νόημα να ζω.Ο πατέρας μου ήθελε να γίνω στρατιωτικός. Αναγκάστηκα να δώσω εξετάσεις, γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, αλλά με διάθεση να το υπονομεύσω. Το πράγμα, όμως ήταν έτσι στημένο που και λευκή κόλλα να έδινα θα πέρναγα.
Πέρασα στις εξετάσεις τον Ιούνιο και έπρεπε να παρουσιαστώ Σεπτέμβριο. Ο πατέρας μου είχε ησυχάσει κι έφυγε. Έδειξε μια ελαφρά αφέλεια, κατά τη γνώμη μου.
Η συμπαράσταση ήρθε από τη μάνα και κυρίως από τη θεία μου την Παπαστεφάνου , που ήταν μοδίστρα και γούσταρε ότι ήθελα να γίνω ζωγράφος. Έβγαλα ένα διαβατήριο, το οποίο ακόμα δεν ξέρω πώς βγήκε, διότι τότε δε σου έδιναν διαβατήριο αν δεν είχες συμπληρώσει τα 21 χρόνια, κι έφτασα στο Παρίσι το ’58.
Βρέθηκα στο Montparnasse, γνωρίστηκα με την παρέα του Τσίγκου και τους άλλους Έλληνες του Παρισιού. Τότε γνωρίστηκα και με το μακαρίτη τον Αλέξη Ακριθάκη, με τον οποίο ήμασταν ακριβώς συνομήλικοι. Αλλά… δεν έκανα τίποτα! Γύριζα από δω κι από κει με γκόμενες, έπινα, χαβαλέδιαζα, πήγαινα καμιά φορά στο Λούβρο -έτσι για να δούμε και κανένα ζωγράφο, να δικαιολογούμε δηλαδή την παρουσία μας. Είχα γραφτεί στη σχολή Καλών Τεχνών για να παίρνω συνάλλαγμα, αλλά δεν πάταγα ποτέ.
Η θεια μου ήταν πολύ φίλη του Christian Dior κι είχε σκεφτεί να με προωθήσει ως σχεδιαστή μόδας. Εγώ δεν είχα καμία τέτοια προσδοκία, αυτό όμως, δεν μ΄εμπόδιζε να μπαινοβγαίνω στον οίκο και να παίρνω κάποια χρήματα, που εκείνη μου έστελνε μέσω του Dior. Εκεί γνωρίστηκα με διάφορους, μεταξύ των οποίων και με τον Pierre Cardin, που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερός μου.
Ήταν το αστέρι που προοριζόταν να πάρει στα χέρια του τον οίκο, επειδή ο Dior ήταν πια γέρος. Επίσης, είχε πείσει τον Dior να ανοίξουν ένα μαγαζί με ανδρική μόδα, κοντά στο St. Germain des Près, το οποίο ανέλαβε προσωπικά ο ίδιος (τότε, οι μεγάλοι οίκοι δεν έκαναν ανδρικά).
Μια μέρα είδα εκεί ένα κοστούμι από γκρι κοτλέ σαν του Modigliani που μου άρεσε πάρα πολύ. Αλλά, απλησίαστο! Λέω, όμως, «πόσο θα ήθελα να το έχω» κι ο Cardinμου λέει: «Παρ’ το, σου το χαρίζω!». Με έντυσε ξανά, άλλες δυο-τρεις φορές. Μου πρότεινε επίσης να δουλέψω σαν μανεκέν, επειδή ήμουν ψηλός κι αδύνατος. Δε δέχτηκα, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει να μου χαρίζει ρούχα.
Ήταν μια εποχή που δεν είχα ούτε φράγκο, αλλά γύριζα σαν λόρδος! Μια μπλόφα! Κατά τα άλλα, οι Έλληνες φοιτητές κάναμε πολλή παρέα μεταξύ μας. Ήταν και το ζήτημα της γλώσσας. Πολλοί δεν ήξεραν γαλλικά και δεν έμαθαν ποτέ. Σπουδαίοι έλληνες ζωγράφοι που βρέθηκαν στο Παρίσι εκείνη την εποχή δεν κατάλαβαν τίποτα από το τι συνέβαινε. Βλάχοι έφταναν, στούρνοι γύριζαν. Αυτός ήταν ένας φόβος που είχα πάντοτε: μη γίνω σαν κι αυτούς! Μην τυχόν και μείνω πίσω, μην τυχόν και δεν ακολουθήσω την εποχή μου, μην τυχόν και δεν είμαι μέσα στο ευρωπαϊκό πνεύμα. Ωστόσο, ποτέ δεν έκανα αφηρημένη ζωγραφική. Προσπάθησα, για να είμαι ειλικρινής. Ήθελα να είμαι στη μόδα. Αλλά δεν τα κατάφερα. Ήταν κάτι που δεν πίστευα κιαπό τη στιγμή που δεν το πίστευα, δεν μπορούσα να το κάνω. Αυτό, ο Τσίγκος, που ήταν φίλος, το καταλάβαινε και το εκτιμούσε περισσότερο από ό,τι αν έκανα κακές μιμήσεις. Τελικά, όμως, ανακάλυψα ότι μπορούσα να είμαι μέσα στο ευρωπαϊκό πνεύμα χωρίς να είμαι αφηρημένος.
skoylakisΜε τον Ακριθάκη το παίζαμε «Modigliani». Αυτό σήμαινε γκόμενες και ποτό. Κάπου είχαμε συνδέσει ότι καλή ζωγραφική χωρίς ποτό και χωρίς να ξεπερνάς τις λεγόμενες συμβάσεις δε γίνεται. Αυτό είναι λάθος. Η Μπίλι Χόλιντεϊ είχε πει κάποτε: «Τα ωραιότερά μου τραγούδια τα έχω πει στεγνή, ξεμέθυστη». Κι εγώ μπορώ να πω ότι τους ωραιότερους πίνακες τους έχω ζωγραφίσει ξεμέθυστος. Και μεταξύ μας, έχω να πιω από το ’84. Κόντεψα να καταστραφώ από το αλκοόλ. Ο Ακριθάκης δεν τα κατάφερε.
Τον Modiglianiτον θεωρούσα μοναδικό ζωγράφο. Τελικά κατάλαβα ότι είναι καλός ζωγράφος, όχι ο μέγιστος. Τώρα με αγγίζουν μέχρι δακρύων αισθητικά ο VanGogh, ο Toulouse-Lautrec. Όλοι οι καταραμένοι…
O Θανάσης Τσίγκος, που με αγαπούσε πολύ, μ’ έπεισε να μη χαραμίζομαι. Γύρισα στην Αθήνα, πήγα σε ένα φροντιστήριο για την Σχολή Καλών Τεχνών, δούλεψα ένα χειμώνα, έδωσα εξετάσεις και μπήκα στη σχολή. Τότε, ζούσα με τη βοήθεια της θείας μου, της μάνας μου -στη ζούλα- και παράλληλα δούλεψα με τον Τσαρούχη σαν βοηθός σκηνικών. Δηλαδή, τι βοηθός; Μπογιατζής σκηνικών! Βέβαια, το θέατρο μου άρεσε.
Μέχρι τη δικτατορία, δούλεψα ακόμα και στο Εθνικό. Με τον Χαρατσίδη (εκείνος σκηνικά, εγώ κοστούμια) στον «Ερρίκο» του Πιραντέλο, με τον Χορν. Έκανα επίσης την «Εκτέλεση» της ΚωστούλαςΜητροπούλου. Συνεργάστηκα με τον Βασιλειάδη, ως βοηθός του, στην «Ιωάννα της Λορένης» με τη Λαμπέτη.
Στη δεκαετία του ’60, εντός των συνόρων και στο χώρο της αριστεράς, υπήρχε ο λεγόμενος «Ελληνικός Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός», με τον Σικελιώτη, τον Τάσσο, την Κατράκη, τον Σεμερτζίδη, τον Κανέλλη κ.ά. Τότε εμφανιστήκαμε κι εμείς, που είχαμε αποκτήσει μια επαφή με την ποπ-αρτ μέσω βιβλίων και είχαμε αρχίσει να προβληματιζόμαστε προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά και πάλι με τρόπο ελληνικό. Διότι στην Αμερική η ποπ-αρτ ασχολείται με την κατανάλωση. Την κατακρίνει, στο τέλος τη διαφημίζει… Στην Ελλάδα, όμως, δεν είχαμε κατανάλωση. Το πρώτο σουπερμάρκετ ξέρεις πότε έγινε στην Ελλάδα; Το ’66, του «Βασιλόπουλου» στην Κυψέλη, στη Φωκίωνος Νέγρη. Και μάλιστα έκλεισε. Ήταν και μια εποχή πολύ έντονη πολιτικά. Ανήκαμε όλοι στην Αριστερά. Μια άτυπη ομάδα, μια παρέα: ο Μπότσογλου, ο Ψυχοπαίδης, ο Βαλαβανίδης, ο Γιαννουλόπουλος, ο Θεοφυλακτόπουλος, ο Κυριάκος Κατζουράκης, εγώ και μερικοί άλλοι. Δουλεύαμε όλοι σε μια κατεύθυνση, επηρεασμένη από τα στοιχεία της ποπ-αρτ, και νιώσαμε μια αντίδραση από την Αριστερά, που ήθελε να μας ποδηγετήσει, να μας καθοδηγήσει με διάφορους τρόπους. Μας κοίταζαν με μισό μάτι. Αναρωτιόντουσαν γι’ αυτά τα «ακατέργαστα», όπως θα έλεγε και ο Τάσσος. Ενώ δεν ήταν καθόλου ακατέργαστα. Μια χαρά ζωγραφική ήταν και προχωρούσε προς μια έκρηξη η ιστορία.
Ζωγράφιζα μέσα από τις φωτογραφίες, τα πολιτικά γεγονότα, μέχρι το 1967, όταν ήρθε η χούντα. Περνάω στην παρανομία, αναγκάζομαι να φύγω στο εξωτερικό και πρωταρχικό πλέον στοιχείο στη ζωή μου είναι να πέσει η δικτατορία. Πού καιρός, χώρος, λεφτά, μυαλό για ζωγραφική τότε.
Όταν πια γυρίσαμε στην Ελλάδα, όσα κάναμε πριν ήταν πια αποδεκτά. Οπότε προχωρήσαμε προς άλλους δρόμους. Άλλωστε, επειδή όλοι λίγο-πολύ είχαμε φύγει στο εξωτερικό, ήρθαμε σε επαφή με άλλα πράγματα: το νεορεαλισμό, το φωτορεαλισμό…
Βρέθηκα στη Γαλλία το Μάη του ’68.Εκείνη την εποχή είχα απορροφηθεί τόσο πολύ από την πολιτική, που η ζωγραφική μου παρουσία ήταν ελλειπτική. Είχα βρεθεί προ του διλήμματος και έπρεπε να διαλέξω: πολιτική ή ζωγραφική; Και διάλεξα πολιτική. Δεν είχα ανάγκη να εκφραστώ μέσω της ζωγραφικής. Θα μπορούσα να πασαλείβω θαυμάσια και να κοροϊδεύω, αλλά υπήρχε μια δικτατορία στην Ελλάδα και μια κατάσταση διεθνής. Με τη ζωγραφική δεν μπορούσες να την πολεμήσεις. Καμία ζωγραφική και καμία ποίηση δεν έχει κάνει επανάσταση.
Σήμερα, όσοι πιστεύουν ότι μπορούν μέσα από την τέχνη να μπήξουν τις φωνές και να αντισταθούν σε ορισμένα κατεστημένα, ίσως δεν έχουν μελετήσει καλά την ιστορία. Δεν μπορείς να κατακρίνεις μια κοινωνία ολόκληρη, έτσι διά της τέχνης, ειδικά όταν είσαι αναγκασμένος να έρχεσαι σε επαφή με τα κατεστημένα.
Ας μην κοροϊδευόμαστε. Μεταξύ ’68 και ’75 τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Ή από δω ή από κει. Η ζωγραφική δε χρειαζόταν. Τουλάχιστον δε χρειαζόταν εμένα. Έκανα κανονική ιεράρχηση και διάλεξα την πολιτική.
Απομακρύνομαι και από τα δύο κομμάτια του ΚΚΕ, το οποίο διασπάστηκε και ιδρύουμε το ΕΚΚΕ, μια οργάνωση που είχε καθαρά επαναστατικό χαρακτήρα. Το ’75, όμως  συνειδητοποίησα ότι δεν είχαμε πια λόγο ύπαρξης. Κινδυνεύαμε να γίνουμε μια σέχτα -και έτσι κατάντησε τελικά το ΕΚΚΕ. Κατέθεσα μια πρόταση αυτοδιάλυσης κι έφυγα. Οι άλλοι έμειναν άλλο ένα χρόνο ακόμα, πριν το διαλύσουν.
Το ποτό υπάρχει στη ζωή μου συνεχώς. Ξαναγυρίζω το 1977 στο σκίτσο και τις εφημερίδες για βιοπορισμό. Θέλω να ζωγραφίσω, αλλά δεν τολμάω. Βλέπω έκθεση του φίλου και συμμαθητή μου Χρόνη Μπότσογλου, του Ψυχοπαίδη και άλλων, αρρωσταίνω, με πιάνουν τα κλάματα, πάω και μεθάω. Την ίδια εποχή γνωρίζω και τη σημερινή μου γυναίκα, την Αθηνά Ραπίτου, γεγονός πολύ καθοριστικό για μένα.skoylakis 01
 Μια μέρα πάμε στο σπίτι του Μπότσογλου, όπου ανακαλύπτει η Αθηνά έργα μου που τα φύλαγε ο Χρόνης. Καταλαβαίνει ότι είμαι ζωγράφος. Δεν το έλεγα μέχρι τότε, το είχα θάψει μέσα μου, ένιωθα ότι είχα ξοφλήσει ως ζωγράφος. Μου έκανε δώρο ένα καβαλέτο, με στήριζε με κάθε τρόπο. Παράλληλα ο Μπότσογλου μου ζωγραφίζει το πορτρέτο. Ποζάρω, κάθομαι στον καναπέ, βλέπω την πίσω πλευρά του τελάρου, βλέπω το πινέλο να βγάζει τις χαράξεις και να στήνεται το έργο, δεν βλέπω τι ζωγραφίζει. Η μυρωδιά του χρώματος, η όλη διαδικασία, η εικόνα του να δημιουργεί εν θερμώ, με τρέλαιναν.
Αυτή η διαδικασία έπαιξε κινητήριο ρόλο. Πριν τελειώσει το έργο του Χρόνη, τις ώρες που γυρίζω από την εφημερίδα το βράδυ, ως το πρωί προσπαθώ να ζωγραφίσω. Κάνω μια σειρά πίνακες που τους κατέστρεψα και καλά έκανα διότι ήταν κακοί.
Αυτό επέτεινε τη δυσφορία, το αίσθημα ανικανότητας, την έλλειψη αυτοεκτίμησης. Πίνω υπερβολικά. Συνειδητοποιώ ότι είμαι αλκοολικός… άρχισαν τα πρώτα συμπτώματα, τρεμούλες στα χέρια, κατάθλιψη, τάσεις αυτοκτονίας. Βρισκόμαστε στο 1979.
 Στριφογυρίζω σαν τρελός στο ατελιέ και μου ήρθε σωτήρια στο μυαλό, τόσα χρόνια μετά, η ρήση του Τσαρούχη. «Βάλε ένα καθρέφτη απέναντι και φτιάξε τον εαυτό σου». Παίρνω ένα τελάρο, βάζω τον καθρέφτη απέναντι και βγαίνει η αυτοπροσωπογραφία μου. Τελειώνω τρεις η ώρα τη νύχτα. Δεν έχω τηλέφωνο, πηγαίνω σε ένα μπαρ, τηλεφωνώ στον Μπότσογλου και του λέω «Χρόνη, θέλω να έρθεις τώρα». Παίρνει ένα ταξί κι έρχεται. Μόλις βλέπει το έργο, λέει «το έσπασες το τσόφλι. Καλώς ήρθες στη ζωγραφική».
Διαπιστώνω μετά θλίψεως ότι έχω εμπόδιο το αλκοόλ. Πιστεύω ότι έχω ξοφλήσει, βουλιάζω σε μια κόλαση αυτοκαταστροφής. Καταφεύγω στο μπουκάλι. Δεν σταματάω [τη ζωγραφική].
Καταλάβαινα ότι δεν με ενδιέφερε τίποτα άλλο, ότι χωρίς ζωγραφική δεν υπάρχω. Αλλά για να κάνω ζωγραφική πρέπει να κόψω το ποτό. Με τη βοήθεια της γυναίκας μου και του ΚΕΘΕΑ αρχίζω έναν σκληρό αγώνα αποτοξίνωσης. Χρειάστηκαν τέσσερα επώδυνα χρόνια για να σταθώ στα πόδια μου.
Το ’84  εγκαταλείπω τη δουλειά στην εφημερίδα, είμαι  καθαρός από το ποτό και ξεκινώ μια ενότητα με προσωπογραφίες. Η αλήθεια είναι ότι μέσα από ένα πορτρέτο που φτιάχνεις κατά βάθος ψάχνεις μόνο το δικό σου εαυτό. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην υπάρχουν στοιχεία δικά σου εκεί μέσα. Γι’ αυτό και ξεκίνησα να κάνω πορτρέτα ανθρώπων που ξέρω.
Είναι πορτρέτα που σε κοιτάζουν κατάματα, που έχουν ένα μαύρο φόντο και βγαίνουν μέσα από αυτό, λες και βγαίνουν από τον Άδη. Ήμουν κάπως, σαν τον Οδυσσέα που κατέβηκε στον Άδη, ψάχνοντας να βρει τους συντρόφους του.
Στην ουσία έψαχνα τον εαυτό μου σε αυτά τα σκούρα, σχεδόν μονόχρωμα έργα. Τώρα που τα συγκέντρωσα για την έκθεση και τα είδα όλα μαζί στη σειρά, τα κοίταζα με τρόμο. Έχει αλλάξει πολύ ο ψυχισμός μου από τότε. Έχει αλλάξει η διάθεσή μου. Παράλληλα, αλλάζουν και άλλα πράγματα. Παλιότερα είχα ονειρευτεί την επανάσταση, αλλά σιγά-σιγά έβλεπα ότι όλα αυτά τα πράγματα δεν οδηγούσαν πουθενά. Τέλος του ’84 εκθέτω εβδομήντα πορτρέτα στην «Ώρα». Έτσι άρχισε η πορεία στην αυτοπεποίθηση».
Εδώ τελειώνει η αφήγηση και θα πρέπει να πούμε για την ιστορία,  ότι ο Δήμος Σκουλάκης εργάστηκε επαγγελματικά ως γελοιογράφος τόσο σε εφημερίδες, όπως η Δημοκρατική Αλλαγή (1964-1967), ο Ελεύθερος Λόγος (1964-1967),η Ελευθεροτυπία, Η Αυγή,  η  Εξόρμηση κ.α. όσο και σε περιοδικά όπως ο Ταχυδρόμος, η Πανσπουδαστική, η Γενιά μας κ.α.
Υπήρξε καλλιτεχνικός συνεργάτης στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης. Συνεργάστηκε επίσης με πολλές ελληνόφωνες αλλά και με ξένες εφημερίδες του εξωτερικού.Έχει τιμηθεί με το βραβείο γελοιογραφίας  του περιοδικού Ελευθεροτυπία και έχει εκδώσει σειρά χιουμοριστικών βιβλίων.
Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές εκθέσεις (Ώρα 1981, 1987 Μάτι Αικατερίνη 1987, ΠΚΔ Αγ. Παρασκευής 1989, Αίθουσα Τέχνης Αθηνών 1990, 1995, Τερρακόττα Θεσσαλονίκη 1994, WigmoreFineArt Λονδίνο 1997 κ.α) και έχει πάρει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις.
Ήταν  μέλος του ΕΕΤΕ και της «Ένωσης Συντακτών Περιοδικού Τύπου».
Υπενθυμίζεται ότι από τις 15 Ιανουαρίου μέχρι τις 7 Φεβρουαρίου του 2015, στην Αίθουσα Τέχνης «ΠΕΡΙΤΕΧΝΩΝ ΚΑΡΤΕΡΗΣ» (Ηροδότου 5 Κολωνάκι) θα πραγματοποιηθεί μικρή αναδρομική έκθεση έργων του Δήμου Σκουλάκη.

Ανδρέας Χρ. Μπαλωτής

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

Απάντηση