Απ’ τα πανάρχαια ακόμα χρόνια όλοι οι λαοί χρησιμοποίησαν για έκφραση της δύναμης και της μεγαλειότητας το λιοντάρι. Για τούτο ο βωμός του Θεού της δύναμης, του Δία, δεν ήταν δυνατό να βρισκόταν αλλού πουθενά παρά στον Υμηττό, κοντά στη σπηλιά του Λιονταριού. Η λατρεία του Θεού θά ‘πρεπε να γινόταν μέσα σ’αυτή και για φύλακα στην είσοδό της θα είχαν στήσει το ιερό σύμβολό του, το λιοντάρι.
Δεν ήταν όμορφο το Λιοντάρι της Σπηλιάς. Είναι όμως συμπαθητικό, έτσι που βρίσκεται μόνο κι έρημο σ’ ένα χωράφι πλάϊ στο δρόμο της Κάντζας, μπροστά στη μικροκαμωμένη εκκλησιά του Άγιου Νικόλα. Φαίνεται να βγαίνη απ’ τη γη και κοιτάζει τον Υμηττό σα συλλογισμένο. Να συλλογιέται τάχα τα τόσα χρόνια της ιστορίας του, που η αρχή της χάθηκε με το πέρασμα των χρόνων; Οι σημερινοί λένε πως δεν ξέρουν τίποτα σχετικά μ’ αυτό, αλλά ότι ίσως ήταν κάποτε μέρος απ’ τα κομμάτια του αρχαίου ιερού ή μνημείου, που βρίσκονται ολόγυρά του. Ή να συλλογιέται το φτωχό λιοντάρι την άδικη κατηγόρια, που η λαϊκή φαντασία, στηριγμένη στον αρχαίο θρύλο, του φόρτωσε στην πολύπαθη μάχη; Γιατί λένε πως ήταν άλλοτε ολοζώντανο “θεριό ξαγριωμένο”, στη σπηλιά του Υμηττού και κοντά στη μάννα του νερού {*?} και δεν άφινε το νερό να ποτίση την πεδιάδα, αν δεν του πήγαιναν για τάμα να φάη στις όμορφες, τις διαλεχτές και τις μοναχοκόρες {**}, ως ότου ο Άγιο-Νικόλας αγρίεψε και το μαρμάρωσε στην εκκλησιά απ’ έξω!
Ποιός ξέρει; Ίσως να ήταν κι έτσι! Αν όμως πάτε την άνοιξη ή και το καλοκαίρι στο χωράφι, όπου το Λιοντάρι της σπηλιάς βρίσκεται μαρμαρωμένο και σταθήτε λίγην ώρα κοντά του, θα νιώσετε, νομίζω, να σας μαγνητίζη η μαρμαρένια δύναμή του κι η ψυχή σας, ασυνήθιστα γαλήνια και ξεκούραστη, να γυρίζη πολλούς αιώνες πίσω, στους ανθρώπους του λιονταριού, τότε που οι θεοί βρίσκονταν κοντά τους.
Ανασκαφές σε πολλά μέρη του Υμηττού θα είχαν πολλές πιθανότητες να διαφωτίσουν σε πολλά σημεία την αρχαία ιστορία του. Το Αστέρι, η Καλλοπούλα κι η Καισαριανή συγκεντρώνουν γύρω τους για το ζήτημα τούτο τις περισσότερες πιθανότητες.
Οι ανασκαφές του Carl Blegen το 1927 λίγο πιό πάνω απ’τη μονή Καισαριανής έφεραν σε φως κάπου 22 διάφορα αρχαία αντικείμενα, καθώς και κομμάτια από πήλινα αγγεία χωρίς επιγραφές. Οι αρχαιολόγοι υπολογίζουν από το σχήμα των γραμμάτων σε μερικά απ’αυτά ότι είναι από τα μέσα του 800 π.Χ. πάνω κάτω.
Στην Καλλοπούλα πιστεύουν ότι βρισκόταν ο βωμός του Ηφαίστου. Ούτε βωμού ερείπια σώζονται βέβαια σήμερα ούτε ιερού ούτε κι αυτά ακόμα τα μεγάλα δέντρα της νεώτερης εποχής, κοντά και γύρω στην πηγή, που πριν από λίγα χρόνια σκίαζαν τους εκδρομείς και τους τσοπάνηδες. Έμεινε μόνο το όνομα Καλλοπούλα, κι αυτό παραφθορά του αρχαίου Κυλλού Πήρα. Κυλλός στην αρχαία Ελληνική σήμαινε κουτσός και πήρα το σακούλι. Το σακούλι λοιπόν με τα μυστικά του κουτσού θεού Ηφαίστου βρισκόταν στην τοποθεσία κείνη! Η σημασία της τοπωνυμίας φαίνεται να είναι μυστηριακή. Μακριά λοιπόν από το λαβύρινθο άγνωστης γνώσης. Ας αφήσουμε καλύτερα να δώσουν την εξήγησή της οι ειδικοί.
Δεν μπορούμε όμως να μην αναγνωρίσουμε το αξιοθρήνητο κατάντημα της μυστικής σημασίας της λατρείας του Ηφαίστου, αλλά και το αξιοθαύμαστο πώς σώθηκε μέχρι σήμερα το όνομα Καλλοπούλα και δεν έμεινε επίσημα Γαλοπούλα, όπως τη λένε ακόμα πολλοί!
Σε λίγη απόσταση απ’ την πηγή της Καλλοπούλας βρισκόταν ο ναός της Αφροδίτης. Δεν είναι εξακριβωμένο ποιά ήταν ακριβώς η θέση του, αν ήταν δηλαδή στον περίβολο της Καισαριανής, πιό κοντά στην Καλλοπούλα ή και πάνω στον Άγιο Μάρκο. Όπως δεν είναι εξακριβωμένο ακόμα, κοντύτερα σε ποιά από τις δυό πηγές βρίσκονταν οι ναοί της Σελασφόρου Αρτέμιδας και του Διονυσιοδότου Απόλλωνα.
Το νερό της Καλλοπούλας, ευχάριστο, δροσερό κι αλαφρό, είχε τη φήμη πως γιάτρευε την ατεκνία. Για τούτο οι στείρες γυναίκες έπιναν απ’ αυτό, για να κάνουν παιδιά κι οι έγκυες, για να γεννήσουν εύκολα με την προστασία της θεάς Αρτέμιδας. Το νερό της πηγής της Καισαριανής, και τούτο υγιεινό, έτρεχε ως πριν από μερικά χρόνια από ένα μαρμάρινο κεφάλι κριού. Τώρα η πηγή είναι ταχτοποιημένη διαφορετικά και το κεφάλι του κριού βρίσκεται πλάϊ της λησμονημένο.
Μερικοί ακόμα ναοί και βωμοί απλώνονταν στα προβούνια της μεριάς αυτής ως κάτω στο δήμο Φλύας: Της Μητέρας Γης, όπως στην εποχή των Πελασγών, του Διονύσου του Ανθία, των Ισμηνίδων Νυμφών, της Δήμητρας της Ανησιδώρας, του Κτισίου Δία, της Τιθρωνής Αθηνάς, της Κόρης Πρωτογόνης και των θεών Σεμνών.
Άλλη γνωστή, που να παρουσιάζη αρχαιολογικό ενδιαφέρον τοποθεσία του βουνού, δε μένει παρά μόνο η σπηλιά του Νυμφολήπτου, στο γυμνό λόφο Κρεβάτι, σε ύψος 290 μ. Η σπηλιά αυτή ήταν αφιερωμένη κατά την αρχαιότητα στη λατρεία των Νυμφών, του Πάνα και του Απόλλωνα. Η απόστασή της απ’ το χωριό Βάρη της κοινότητας Κορωνιού είναι 45′ λεπτά και είναι δύσκολο να την βρη κανείς χωρίς οδηγό.
Οι ανασκαφές του 1902 της Αθηναϊκής Αμερικανικής Σχολής αποκάλυψαν ότι η λατρεία στη Σπηλιά του Νυμφολήπτου διατηρήθηκε και στις τρεις περιόδους της αρχαίας εποχής, ως τη Ρωμαϊκή κατάχτηση. Στο βράχο είναι σκαλισμένος ένας Πάνας, που χωρίζει τα δυό διαμερίσματα. Απ’ τη σκεπή κρέμονται σταλαχτίτες, που σιγοστάζουν καθαρό νερό.
Στο μεγαλύτερο διαμέρισμα ο γλύπτης Αρχέδημος από τη Θήρα σκάλισε στο βράχο διάφορα σχέδια και τον εαυτό του να κρατή σφυρί στο δεξί χέρι και σμίλη στο αριστερό. Μιά επιγραφή μαρτυρεί πως το άντρον ήταν από τον Αρχέδημο αφιερωμένο στις Νύμφες, στον Πάνα και στον Απόλλωνα. Για τον Πάνα πιστεύουν ότι ήτανε πελασγική θεότητα της Φύσης και την δέχτηκαν κι οι Έλληνες αργότερα, συμβόλιζε δε τη γονιμοποιό ηλιακή δύναμη, που έρχεται απ’ τον ουρανό στη γη.
Στη σπηλιά διακρίνεται ακόμα άγαλμα καθισμένης γυναικείας θεότητας με μεγάλο κεφάλι λιονταριού κι ένας βωμός του Απόλλωνα.
Σπουδαιότερα απ’ τα ευρήματα είναι μικρά αναθήματα και ανάγλυφα του Ε’ – Δ’ π.Χ. αιώνα, εκτεθειμένα στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Βρέθηκαν ακόμα και πολλοί πήλινοι λύχνοι διαφόρων εποχών και άλλα.
Απ’ την αρχαία εποχή, πολύ προ του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αδριανού, ο Υμηττός έδωσε στους Αθηναίους τα περίσσια νερά του. Ο Πεισίστρατος κατασκεύασε υδραγωγείο, που απ’ τους πρόποδες του Υμηττού, περνώντας απ’το σημερινό Εθνικό Κήπο, έφερνε το νερό στην περίφημη “Εννεάκρουνο κρήνη” με “δεξαμενή” του Πεισιστράτου.
Εκτός όμως από τούτο πολλές φορές το βουνό έγινε καταφύγιο στους φιλοσόφους και τους κουρασμένους της Αττικής και της Αθήνας, γιατί, εκτός που βρισκόταν κοντά στο “πολύπαθο Άστυ”, οι ευκολοδιάβατες τοποθεσίες του, με τα ιερά και τους γύρω βωμούς τους, απομονωμένες κι ήσυχες απ’το θόρυβο του πλήθους, ήταν ό,τι χρειαζόταν το ταραγμένο πνεύμα, για να βρη τη λησμονιά και τη γαλήνη.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
“Ο ΥΜΗΤΤΟΣ” ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
Εκδόσεις “ΙΔΕΟΘΕΑΤΡΟΝ”